- τιθηνητήριος
- τῐθην-ητήριος, α, ον,A nursing,
οὖθαρ AP9.1
(Polyaen.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὖθαρ AP9.1
(Polyaen.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιθηνητήριος — ία, ον, Α [τιθηνητήρ] θρεπτικός («τιθηνητήριον οὖθαρ», Πολυαίν.) … Dictionary of Greek
τιθηνητήριον — τιθηνητήριος nursing masc acc sg τιθηνητήριος nursing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)